- λιποπολυσακχαρίτης
- Πολύπλοκο μακρομόριο, το οποίο αποτελείται από έναν πολυσακχαρίτη ομοιοπολικά ενωμένο με έναν λιπιδικό πυρήνα (λιπίδιο Α). Ο λ. αποτελεί συστατικό του κυτταρικού τοιχώματος όλων των αρνητικών κατά Γκραμ βακτηρίων, όπου μία από τις κύριες λειτουργίες του είναι να δρα ως επιλεκτικά διαπερατό φράγμα για τα οργανικά μόρια του εξωτερικού περιβάλλοντος. Ο λ. είναι μία από τις σημαντικότερες ενδοτοξίνες των βακτηρίων και σχετίζεται με υψηλή θνησιμότητα σε νοσοκομειακές εγκαταστάσεις, λόγω του σηπτικού σοκ που προκαλεί στα θηλαστικά, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου. Διαφορετικοί τύποι βακτηρίων είναι δυνατόν να παράγουν λ. πολύ διαφορετικής δομής, ενώ το λιπίδιο Α φέρεται ως υπεύθυνο για τις παθολογικές δράσεις του λ.
* * *ο (βιοχ.)συστατικό τών τοιχωμάτων τών κατά Γκραμ αρνητικών βακτηρίων το οποίο φέρει σωματικούς αντιγονικούς καθοριστές.
Dictionary of Greek. 2013.